Το "apodo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [aˈpo.ðo]
Η λέξη "apodo" αναφέρεται σε ένα ψευδώνυμο ή παρατσούκλι που δίδεται σε ένα άτομο, συνήθως με σκοπό να το αναγνωρίσουν ή να του δώσουν κάποια χαρακτηριστικά που το ξεχωρίζουν. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά αναφορικά με τη χρήση παρωνυμιών ή ψευδωνύμων στην καθημερινή ζωή. Συχνότητα χρήσης: Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά απαντά και σε γραπτά.
Él tiene un apodo muy gracioso.
(Αυτός έχει ένα πολύ αστείο παρατσούκλι.)
Muchas personas no saben su verdadero nombre, solo conocen su apodo.
(Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν το αληθινό του όνομα, γνωρίζουν μόνο το παρατσούκλι του.)
En la escuela, le llamaban por su apodo.
(Στο σχολείο, τον έλεγαν με το παρατσούκλι του.)
"No me llames por mi nombre, llámame por mi apodo."
(Μην με λες με το όνομά μου, πες με με το παρατσούκλι μου.)
"El apodo que le pusieron le quedó como anillo al dedo."
(Το παρατσούκλι που του έβαλαν του ταίριαξε γάντι.)
"A veces, un apodo puede ser más significativo que el nombre real."
(Κάποιες φορές, ένα παρατσούκλι μπορεί να είναι πιο σημαντικό από το αληθινό όνομα.)
"Los amigos suelen ser los que eligen los apodos."
(Οι φίλοι συνήθως είναι αυτοί που επιλέγουν τα παρατσούκλια.)
Η λέξη "apodo" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "apodēmus", που προέρχεται από το ρήμα "apodō", το οποίο σημαίνει "δίδω" ή "ρουφάω".