Ρήμα
/apoˈrear/
Η λέξη "aporrear" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την ενέργεια του να χτυπάς κάτι σφοδρά και επαναλαμβανόμενα. Συχνά χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα που αφορούν σωματική ή βίαιη δράση. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, προσδιορίζοντας ένα πιο καθημερινό ή προφορικό λεξιλόγιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτές μορφές.
Το παιδί άρχισε να χτυπάει το τραπέζι με τα δάχτυλα.
Durante el concierto, el público empezó a aporrear las manos.
Η λέξη "aporrear" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τύπους φράσεων που περιγράφουν συμπεριφορές ή καταστάσεις:
Να χτυπάς την πόρτα μέχρι να ανοίξει κάποιος.
No dejes de aporrear si quieres ser escuchado.
Μην σταματάς να χτυπάς αν θέλεις να ακουστείς.
Si sigues aporreando al perro, se asustará.
Η λέξη "aporrear" προέρχεται από το επίθημα "arrear", το οποίο σχετίζεται με τη δράση του να πιέζεις ή να χτυπάς κάτι σφοδρά. Το "a-" λειτουργεί ως πρόθημα για την ενίσχυση της δράσης.
Συνώνυμα: - Golpear (να χτυπάς) - Batir (να χτυπάς)
Αντώνυμα: - Acariciar (να χαϊδεύεις) - Mimar (να πηγαίνεις ρομαντικά, να φροντίζεις)
Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν ένα πλήρες προφίλ της λέξης "aporrear" στα Ισπανικά.