aportar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

aportar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λειτουργία Λέξης

Μέρος ομιλίας: Ρήμα
Φωνητική απόδοση στα Ισπανικά - IPA: /apoɾˈtaɾ/

Σημασιολογία

Ο όρος "aportar" στα Ισπανικά σημαίνει "να συμβάλλω" ή "να προσφέρω κάτι (σε μια συγκεκριμένη κατάσταση)". Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της παροχής βοήθειας, υποστήριξης ή προσφοράς στοιχείων ή ιδεών. Πρόκειται για ένα ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο στα Ισπανικά.

Χρήση και Συχνότητα

Το ρήμα "aportar" χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα στα Ισπανικά και είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στη γραπτή γλώσσα.

Χρόνοι και Μορφές

Οι μορφές του ρήματος "aportar" στους διάφορους χρόνους: - Ενεστώτας: aporto - Παρατατικός: aportaba - Αόριστος: aporté - Συντελεσμένος Αόριστος: hube aportado - Υποτακτική Ενεστώτα: aporte - Παρακείμενος: he aportado - Υπερσυντέλικος: había aportado - Μέλλον: aportaré - Συντελεσμένος Μέλλοντας: habré aportado

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το ρήμα "aportar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: 1. Aportar su granito de arena: Να συμβάλει κάποιος σε μια προσπάθεια. 2. Aportar algo en común: Να έχει κάποιος κάτι κοινό με κάποιον άλλο.

Παραδείγματα με ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Decidió aportar su granito de arena en la organización del evento. (Αποφάσισε να συμβάλει το δικό της στον οργανισμό του γεγονότος.) 2. Es importante aportar algo en común en una relación. (Είναι σημαντικό να έχεις κάτι κοινό σε μια σχέση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "aportar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "apportare", που σημαίνει "να φέρνω μαζί" ή "να συνεισφέρω".

Συνώνυμα και Αντίθετα

Συνώνυμα: συμβάλλω, προσδίδω, παρέχω
Αντίθετα: αφαιρώ, αφήνω, περιορίζω