Η λέξη "aporte" είναι ουσιαστικό.
/apoɾte/
Στα Ισπανικά, η λέξη "aporte" αναφέρεται σε συνεισφορά ή συμβολή σε κάποιον τομέα, όπως η οικονομία, η κοινωνία ή η γνώση. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην καθημερινή ομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση, με ιδιαίτερη πρόοδο στους ακαδημαϊκούς και επαγγελματικούς κύκλους.
El aporte de los voluntarios es vital para la comunidad.
(Η συνεισφορά των εθελοντών είναι ζωτικής σημασίας για την κοινότητα.)
Su aporte financiero ayudó a financiar el nuevo proyecto.
(Η χρηματοδοτική του συνεισφορά βοήθησε στη χρηματοδότηση του νέου έργου.)
El debate sobre el aporte de la tecnología en la educación es muy actual.
(Η συζήτηση για τη συνεισφορά της τεχνολογίας στην εκπαίδευση είναι πολύ επίκαιρη.)
Η λέξη "aporte" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
Aporte significativo
(Σημαντική συνεισφορά)
El aporte significativo de los investigadores fue clave para el avance de la ciencia.
(Η σημαντική συνεισφορά των ερευνητών ήταν καθοριστική για την πρόοδο της επιστήμης.)
Aporte a la sociedad
(Συνεισφορά στην κοινωνία)
Es importante fortalecer el aporte a la sociedad a través de iniciativas sostenibles.
(Είναι σημαντικό να ενισχυθεί η συνεισφορά στην κοινωνία μέσω βιώσιμων πρωτοβουλιών.)
Aporte intelectual
(Διανοητική συνεισφορά)
Su aporte intelectual ha enriquecido el campo del arte.
(Η διανοητική του συνεισφορά έχει εμπλουτίσει το πεδίο της τέχνης.)
Hacer un aporte
(Κάνω μια συνεισφορά)
Es fundamental hacer un aporte a la discusión para mejorar las decisiones.
(Είναι θεμελιώδες να κάνουμε μια συνεισφορά στη συζήτηση για να βελτιώσουμε τις αποφάσεις.)
Η λέξη "aporte" προέρχεται από το ρήμα "aportar", το οποίο σημαίνει "συνεισφέρω". Έχει τις ρίζες του στη Λατινική λέξη "apportare", όπου "ad-" σημαίνει "προς" και "portare" σημαίνει "φέρνω".
Συνώνυμα: - contribución (συνεισφορά) - colaboración (συνεργασία)
Αντώνυμα: - detrimento (βλάβη) - obstrucción (παρεμπόδιση)