apostar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

apostar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/apos̺ˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη apostar χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στην πράξη του στοιχηματισμού ή του πονταρίσματος σε μια έκβαση ή γεγονός. Μπορεί επίσης να σημαίνει να διακινδυνεύσεις κάτι, είτε οικονομικά είτε σε άλλες πτυχές της ζωής. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες καταστάσεις, όπως παιχνίδια, αθλητικά στοιχήματα ή ακόμα και μεταφορικά, για να δηλώσει τον κίνδυνο που αναλαμβάνει κάποιος.

Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η φραστική χρήση της μπορεί να είναι πιο δημοφιλής στην προφορική γλώσσα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a apostar en el próximo partido de fútbol.
  2. Θα στοιχηματίσω στον επόμενο ποδοσφαιρικό αγώνα.

  3. Ella decidió apostar por su talento y comenzar una nueva carrera.

  4. Αυτή αποφάσισε να ρισκάρει με το ταλέντο της και να ξεκινήσει μια νέα καριέρα.

  5. No deberías apostar más de lo que puedes permitirte perder.

  6. Δεν θα έπρεπε να στοιχηματίζεις περισσότερα από όσα μπορείς να επιτρέψεις να χάσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη apostar χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Apostar todo al rojo.
  2. Να στοιχηματίσεις τα πάντα στο κόκκινο.
  3. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πλήρη δέσμευση σε μια υπόθεση.

  4. Apostar por alguien.

  5. Να στοιχηματίσεις σε κάποιον.
  6. Χρησιμοποιείται όταν υποστηρίζεις ή πιστεύεις σε κάποιον.

  7. Apostar a caballo ganador.

  8. Να στοιχηματίσεις σε νικηφόρο άλογο.
  9. Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια σίγουρη επιλογή ή πρόβλεψη.

  10. Apostar sin conocer las reglas.

  11. Να στοιχηματίσεις χωρίς να γνωρίζεις τους κανόνες.
  12. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επιπόλαιη ή απερίσκεπτη συμπεριφορά.

  13. Apostar a la suerte.

  14. Να στοιχηματίζεις στην τύχη.
  15. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πίστη στην τύχη παρά στην στρατηγική.

  16. Apostar la casa.

  17. Να στοιχηματίσεις το σπίτι.
  18. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν πολύ μεγάλο και ριψοκίνδυνο στοίχημα.

Ετυμολογία

Η λέξη apostar προέρχεται από το λατινικό appostare, το οποίο σημαίνει "να τοποθετήσω" ή "να στάθμευσω". Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε από τα ισπανικά με την έννοια του στοιχηματισμού.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024