Ρήμα
/apos̺ˈtaɾ/
Η λέξη apostar χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στην πράξη του στοιχηματισμού ή του πονταρίσματος σε μια έκβαση ή γεγονός. Μπορεί επίσης να σημαίνει να διακινδυνεύσεις κάτι, είτε οικονομικά είτε σε άλλες πτυχές της ζωής. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες καταστάσεις, όπως παιχνίδια, αθλητικά στοιχήματα ή ακόμα και μεταφορικά, για να δηλώσει τον κίνδυνο που αναλαμβάνει κάποιος.
Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η φραστική χρήση της μπορεί να είναι πιο δημοφιλής στην προφορική γλώσσα.
Θα στοιχηματίσω στον επόμενο ποδοσφαιρικό αγώνα.
Ella decidió apostar por su talento y comenzar una nueva carrera.
Αυτή αποφάσισε να ρισκάρει με το ταλέντο της και να ξεκινήσει μια νέα καριέρα.
No deberías apostar más de lo que puedes permitirte perder.
Η λέξη apostar χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πλήρη δέσμευση σε μια υπόθεση.
Apostar por alguien.
Χρησιμοποιείται όταν υποστηρίζεις ή πιστεύεις σε κάποιον.
Apostar a caballo ganador.
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια σίγουρη επιλογή ή πρόβλεψη.
Apostar sin conocer las reglas.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επιπόλαιη ή απερίσκεπτη συμπεριφορά.
Apostar a la suerte.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πίστη στην τύχη παρά στην στρατηγική.
Apostar la casa.
Η λέξη apostar προέρχεται από το λατινικό appostare, το οποίο σημαίνει "να τοποθετήσω" ή "να στάθμευσω". Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε από τα ισπανικά με την έννοια του στοιχηματισμού.