Η λέξη "apostilla" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "apostilla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /as.po̝ˈti.ʝa/
Η λέξη "apostilla" αναφέρεται σε μια σημείωση ή επικύρωση που προστίθεται σε ένα έγγραφο για να πιστοποιήσει την αυθεντικότητά του, συχνά χρησιμοποιούμενη σε νομικά έγγραφα για να διασφαλίσει την αποδοχή τους από άλλες χώρες. Είναι μια σημαντική διαδικασία, ειδικά σε διεθνείς συναλλαγές και νομικές διαδικασίες.
Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, ιδιαίτερα σε επίσημες νομικές ή διοικητικές διαδικασίες.
Ο συμβολαιογράφος μου ζήτησε να προσθέσω μια επικύρωση στο έγγραφο.
Es necesario obtener una apostilla para que el certificado sea válido en el extranjero.
Είναι απαραίτητο να αποκτήσετε μια επικύρωση για να είναι το πιστοποιητικό έγκυρο στο εξωτερικό.
La apostilla garantiza la autenticidad del documento en otros países.
Η λέξη "apostilla" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες φράσεις όπως:
Η επικύρωση της Χάγης διευκολύνει την νομική επικύρωση εγγράφων.
Sin la apostilla, el contrato no será aceptado en el extranjero.
Χωρίς την επικύρωση, η σύμβαση δεν θα γίνει αποδεκτή στο εξωτερικό.
Es importante que cada documento tenga su apostilla antes de viajar.
Η λέξη "apostilla" προέρχεται από το λατινικό "ad postilla", που σημαίνει "στο περιθώριο", αναφερόμενη σε σημειώσεις ή αναφορές που προστίθενται στο περιθώριο ενός κειμένου για διευκρινίσεις ή επιβεβαιώσεις.
Συνώνυμα: - Certificación (πιστοποίηση) - Validación (επικύρωση)
Αντώνυμα: - Anulación (ακύρωση) - Descalificación (αποδοκιμασία)