apoyarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

apoyarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "apoyarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [apo̞i̯ˈaɾse]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "apoyarse" σημαίνει κυρίως "να στηρίζομαι σε κάτι ή κάποιον", και χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές και καθημερινές καταστάσεις. Είναι ένα κοινό ρήμα στον προφορικό λόγο, καθώς και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητά του είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε συνομιλίες που αφορούν υποστήριξη ή βοήθεια.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Me gusta apoyarme en mis amigos cuando tengo problemas.
    (Μου αρέσει να στηρίζομαι στους φίλους μου όταν έχω προβλήματα.)

  2. Es importante apoyarse en la familia en momentos difíciles.
    (Είναι σημαντικό να στηριζόμαστε στην οικογένεια σε δύσκολες στιγμές.)

  3. Ella sabe que puede apoyarse en mí en cualquier momento.
    (Ξέρει ότι μπορεί να στηριχθεί σε μένα οποιαδήποτε στιγμή.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "apoyarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Apoyarse en alguien
    (Στηρίζομαι σε κάποιον)
  2. Es bueno saber que puedo apoyarme en ella en los momentos difíciles.
    (Είναι καλό να ξέρω ότι μπορώ να στηριχτώ σε αυτήν σε δύσκολες στιγμές.)

  3. Apoyarse en algo
    (Στηρίζομαι σε κάτι)

  4. Necesito apoyarme en mis conocimientos para resolver este problema.
    (Χρειάζομαι να στηριχτώ στις γνώσεις μου για να λύσω αυτό το πρόβλημα.)

  5. No te apoyes tanto, tendrás problemas
    (Μην στηρίζεσαι τόσο, θα έχεις προβλήματα)

  6. Si te apoyas tanto en los demás, nunca aprenderás a ser independiente.
    (Αν στηρίζεσαι τόσο πολύ στους άλλους, ποτέ δεν θα μάθεις να είσαι ανεξάρτητος.)

  7. Apoyarse en el trabajo de equipo
    (Στηρίζομαι στη δουλειά της ομάδας)

  8. Es fundamental apoyarse en el trabajo de equipo para lograr los objetivos.
    (Είναι θεμελιώδες να στηριζόμαστε στη δουλειά της ομάδας για να επιτύχουμε τους στόχους.)

Ετυμολογία

Το "apoyarse" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "apoyar", που σημαίνει "να στηρίζω". Το πρόθεμα "a-" υποδηλώνει "σε", υποδεικνύοντας τη δράση της στήριξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - sostenerse - respaldarse - apoyarse mutuamente

Αντώνυμα: - desampararse - desprotegerse - abandonar



23-07-2024