Το "apoyarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [apo̞i̯ˈaɾse]
Η λέξη "apoyarse" σημαίνει κυρίως "να στηρίζομαι σε κάτι ή κάποιον", και χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές και καθημερινές καταστάσεις. Είναι ένα κοινό ρήμα στον προφορικό λόγο, καθώς και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητά του είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε συνομιλίες που αφορούν υποστήριξη ή βοήθεια.
Me gusta apoyarme en mis amigos cuando tengo problemas.
(Μου αρέσει να στηρίζομαι στους φίλους μου όταν έχω προβλήματα.)
Es importante apoyarse en la familia en momentos difíciles.
(Είναι σημαντικό να στηριζόμαστε στην οικογένεια σε δύσκολες στιγμές.)
Ella sabe que puede apoyarse en mí en cualquier momento.
(Ξέρει ότι μπορεί να στηριχθεί σε μένα οποιαδήποτε στιγμή.)
Η λέξη "apoyarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Es bueno saber que puedo apoyarme en ella en los momentos difíciles.
(Είναι καλό να ξέρω ότι μπορώ να στηριχτώ σε αυτήν σε δύσκολες στιγμές.)
Apoyarse en algo
(Στηρίζομαι σε κάτι)
Necesito apoyarme en mis conocimientos para resolver este problema.
(Χρειάζομαι να στηριχτώ στις γνώσεις μου για να λύσω αυτό το πρόβλημα.)
No te apoyes tanto, tendrás problemas
(Μην στηρίζεσαι τόσο, θα έχεις προβλήματα)
Si te apoyas tanto en los demás, nunca aprenderás a ser independiente.
(Αν στηρίζεσαι τόσο πολύ στους άλλους, ποτέ δεν θα μάθεις να είσαι ανεξάρτητος.)
Apoyarse en el trabajo de equipo
(Στηρίζομαι στη δουλειά της ομάδας)
Το "apoyarse" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "apoyar", που σημαίνει "να στηρίζω". Το πρόθεμα "a-" υποδηλώνει "σε", υποδεικνύοντας τη δράση της στήριξης.
Συνώνυμα: - sostenerse - respaldarse - apoyarse mutuamente
Αντώνυμα: - desampararse - desprotegerse - abandonar