Ουσιαστικό
/apoˈʝo/
Το "apoyo" στα ισπανικά μπορεί να σημαίνει υποστήριξη, στήριγμα ή βοήθεια. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο και είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα.
Η λέξη "apoyo" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: 1. Buscar apoyo (Αναζητώ υποστήριξη) 2. Tener el apoyo de alguien (Έχω την υποστήριξη κάποιου) 3. Encontrar apoyo (Βρίσκω στήριγμα) 4. Contar con el apoyo (Να υπολογίζω στην υποστήριξη) 5. Pedir apoyo (Ζητώ υποστήριξη)
Η λέξη "apoyo" προέρχεται από το λατινικό "appodium", που σημαίνει στήριγμα ή πλατφόρμα.
Συνώνυμα: υποστήριξη, βοήθεια, στήριγμα \ Αντώνυμα: αντίθετη, εχθρική, κατάθλιψη