Η λέξη "aprecio" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /aˈpɾe.sjo/
Η λέξη "aprecio" αναφέρεται στην εκτίμηση ή την εκτίμηση που έχει κάποιος για κάτι ή κάποιον. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται σε ποικιλία περιβαλλόντων, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών, επαγγελματικών και προσωπικών σχέσεων. Είναι συχνά πιο χρησιμοποιούμενη σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
"Tengo un gran aprecio por todas las personas que me han ayudado."
(Έχω μεγάλη εκτίμηση για όλες τις τα άτομα που με έχουν βοηθήσει.)
"El aprecio que se siente por la familia es invaluable."
(Η εκτίμηση που νιώθει κανείς για την οικογένεια είναι ανεκτίμητη.)
"Es importante mostrar aprecio a los amigos."
(Είναι σημαντικό να δείχνουμε εκτίμηση στους φίλους.)
Η λέξη "aprecio" συμμετέχει σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά.
"Tener aprecio a alguien."
(Να έχεις εκτίμηση για κάποιον.)
Αυτό σημαίνει να έχεις συναισθηματική σύνδεση ή να εκτιμάς κάποιον.
"Expresar aprecio."
(Να εκφράσεις εκτίμηση.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθείς στην πράξη του να λέγεις ευχαριστώ ή να αναγνωρίζεις τις καλές πράξεις.
"Su aprecio es muy valioso."
(Η εκτίμησή του είναι πολύ πολύτιμη.)
Αναφέρεται στην αξία που έχει η εκτίμηση του άλλου.
"El aprecio mutuo es clave en una relación."
(Η αμοιβαία εκτίμηση είναι το κλειδί σε μια σχέση.)
Δηλώνει την σημασία της εκτίμησης μεταξύ των ανθρώπων σε μια σχέση.
"El aprecio supera el tiempo."
(Η εκτίμηση ξεπερνά τον χρόνο.)
Δείχνει πως οι σχέσεις με βάση την εκτίμηση παραμένουν ισχυρές με την πάροδο του χρόνου.
"Siento un aprecio especial por esa obra."
(Νιώθω μια ιδιαίτερη εκτίμηση για αυτό το έργο.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει σεβασμό ή αγαπημένα συναισθήματα για κάτι συγκεκριμένο.
Η λέξη "aprecio" προέρχεται από το ρήμα "apreciar", το οποίο σημαίνει "να εκτιμώ" ή "να αποτιμώ". Η ρίζα του "preciar" προέρχεται από το λατινικό "pretium", που σημαίνει "τιμή" ή "αξία".