apremiante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

apremiante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "apremiante" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˌapɾeˈmjante/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "apremiante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι επείγον ή που απαιτεί άμεση προσοχή. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά και επαγγελματικά πλαίσια, όπου απαιτούνται άμεσα μέτρα ή ενέργειες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La situación es apremiante y necesitamos una solución inmediata.
    (Η κατάσταση είναι επείγουσα και χρειαζόμαστε μια άμεση λύση.)

  2. El abogado presentó un recurso apremiante ante el juez.
    (Ο δικηγόρος κατέθεσε ένα επείγον αίτημα στον δικαστή.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "apremiante" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα για να υποδηλώσει επείγουσα ανάγκη ή κατάσταση.

  1. La demanda apremiante del cliente obligó a la empresa a actuar rápidamente.
    (Η επιτακτική απαίτηση του πελάτη υποχρέωσε την εταιρεία να δράσει γρήγορα.)

  2. En situaciones apremiantes, es crucial mantener la calma.
    (Σε επείγουσες καταστάσεις, είναι κρίσιμο να διατηρήσουμε την ηρεμία.)

  3. El informe apremiante llegó justo a tiempo para la reunión.
    (Η επείγουσα έκθεση έφτασε μόλις εγκαίρως για τη συνάντηση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "apremiante" προέρχεται από το ρήμα "apremiar", που σημαίνει «να πιέζω» ή «να επιταχύνω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- urgente
- imperial

Αντώνυμα:
- opcional
- desinteresado

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη κατανόηση της λέξης "apremiante" στο πλαίσιο του νομικού τομέα, καθώς και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.



23-07-2024