Το "apremiar" είναι ρήμα (verbo).
Η φωνητική μεταγραφή του "apremiar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /apɾeˈmjar/.
Το ρήμα "apremiar" σημαίνει να πιέζω κάποιον να κάνει κάτι γρήγορα ή να υποδεικνύω την επείγουσα ανάγκη για δράση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει πίεση χρόνου ή ανάγκη άμεσης απόκρισης. Η χρήση του είναι συχνή και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα στις προφορικές καταστάσεις όπου επικοινωνούνται επείγοντα θέματα.
Είναι必要 να πιέσουμε τους υπαλλήλους να ολοκληρώσουν το έργο εγκαίρως.
El jefe decidió apremiar a su equipo para cumplir con los plazos establecidos.
Στην ισπανική γλώσσα, το "apremiar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που συνεπάγονται μια αίσθηση επείγοντος.
Να πιέσω κάποιον να ενεργήσει.
Cuando hay que apremiar a la administración, las cosas se mueven más rápido.
Όταν πρέπει να πιέσουμε τη διοίκηση, τα πράγματα κινούνται πιο γρήγορα.
El apremio del tiempo me obligó a apremiar mis decisiones.
Η πίεση του χρόνου με ανάγκασε να πιέσω τις αποφάσεις μου.
No te preocupes, voy a apremiar a la secretaria para que termine el informe.
Η λέξη "apremiar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "ad premere", που σημαίνει "να πιέζω" ή "να προκαλώ πίεση".
Συνώνυμα: - Forzar (να αναγκάσω) - Presionar (να πιέσω)
Αντώνυμα: - Relajar (να χαλαρώσω) - Dejar (να αφήσω)