Η λέξη "aprender" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να εκφράσει τη διαδικασία απόκτησης γνώσεων ή δεξιοτήτων, συνήθως μέσω της μάθησης ή της εμπειρίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς η έννοια της μάθησης είναι θεμελιώδης στην καθημερινή ζωή και την εκπαίδευση.
Θέλω να μάθω να παίζω κιθάρα.
Es importante aprender nuevas habilidades para el trabajo.
Είναι σημαντικό να μαθαίνουμε νέες δεξιότητες για τη δουλειά.
Los niños aprenden rápidamente cuando están motivados.
Η λέξη "aprender" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που επικεντρώνονται στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσεων:
Μαθαίνουμε από τα λάθη.
Aprender a la buena o a la mala.
Μαθαίνουμε με καλό ή κακό τρόπο.
Aprender a vivir.
Μαθαίνω να ζω.
Aprender de memoria.
Μαθαίνω απ' έξω.
Aprender idiomas es una habilidad valiosa.
Η λέξη "aprender" προέρχεται από το Λατινικό "apprendere", που σημαίνει "να πιάσω" ή "να αποκτήσω".
estudiar (μελετώ)
Αντώνυμα: