aprender - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

aprender (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "aprender" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να εκφράσει τη διαδικασία απόκτησης γνώσεων ή δεξιοτήτων, συνήθως μέσω της μάθησης ή της εμπειρίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς η έννοια της μάθησης είναι θεμελιώδης στην καθημερινή ζωή και την εκπαίδευση.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Quiero aprender a tocar la guitarra.
  2. Θέλω να μάθω να παίζω κιθάρα.

  3. Es importante aprender nuevas habilidades para el trabajo.

  4. Είναι σημαντικό να μαθαίνουμε νέες δεξιότητες για τη δουλειά.

  5. Los niños aprenden rápidamente cuando están motivados.

  6. Τα παιδιά μαθαίνουν γρήγορα όταν είναι κινητοποιημένα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "aprender" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που επικεντρώνονται στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσεων:

  1. Aprender de los errores.
  2. Μαθαίνουμε από τα λάθη.

  3. Aprender a la buena o a la mala.

  4. Μαθαίνουμε με καλό ή κακό τρόπο.

  5. Aprender a vivir.

  6. Μαθαίνω να ζω.

  7. Aprender de memoria.

  8. Μαθαίνω απ' έξω.

  9. Aprender idiomas es una habilidad valiosa.

  10. Μάθηση γλωσσών είναι μία πολύτιμη δεξιότητα.

Ετυμολογία

Η λέξη "aprender" προέρχεται από το Λατινικό "apprendere", που σημαίνει "να πιάσω" ή "να αποκτήσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024