Το "aprensivo" είναι επίθετο.
/a.pɾen̪ˈsi.βo/
Το "aprensivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι επιφυλακτικό ή καχύποπτο, ιδίως σε σχέση με τους άλλους. Δείχνει συχνά μια τάση για αμφιβολία ή ανησυχία σχετικά με τις προθέσεις των άλλων, καθώς και μια υψηλή ευαισθησία σε υπονοούμενα ή ενδεχόμενες προσβολές. Η χρήση της λέξης μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο.
Αυτός είναι πολύ επιφυλακτικός και πάντα σκέφτεται ότι οι άλλοι έχουν κακές προθέσεις.
No seas tan aprensivo, a veces las cosas son más simples de lo que parecen.
Παρόλο που το "aprensivo" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, είναι συχνά ενσωματωμένο σε περιφράσεις που αφορούν τη συμπεριφορά και την ψυχική διάθεση:
Να είσαι επιφυλακτικός με τον εαυτό σου.
Tener una mente aprensiva.
Να έχεις μια επιφυλακτική σκέψη.
No dejes que tu naturaleza aprensiva domine tus decisiones.
Η λέξη "aprensivo" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "aprehender", που σημαίνει να κατανοείς ή να συλλαμβάνεις ιδέες, και σχετίζεται με την έννοια της αντίληψης και της ευαισθησίας σε καταστάσεις ή προθέσεις.
Συνώνυμα: - sospechoso (καχύποπτος) - desconfiado (απίστευτος) - sensible (ευαίσθητος)
Αντώνυμα: - confiado (άμεσος) - seguro (σίγουρος) - despreocupado (απίθανο)