aprensivo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aprensivo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "aprensivo" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/a.pɾen̪ˈsi.βo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "aprensivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι επιφυλακτικό ή καχύποπτο, ιδίως σε σχέση με τους άλλους. Δείχνει συχνά μια τάση για αμφιβολία ή ανησυχία σχετικά με τις προθέσεις των άλλων, καθώς και μια υψηλή ευαισθησία σε υπονοούμενα ή ενδεχόμενες προσβολές. Η χρήση της λέξης μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Él es muy aprensivo y siempre piensa que los demás tienen malas intenciones.
  2. Αυτός είναι πολύ επιφυλακτικός και πάντα σκέφτεται ότι οι άλλοι έχουν κακές προθέσεις.

  3. No seas tan aprensivo, a veces las cosas son más simples de lo que parecen.

  4. Μην είσαι τόσο καχύποπτος, μερικές φορές τα πράγματα είναι πιο απλά από ό,τι φαίνονται.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Παρόλο που το "aprensivo" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, είναι συχνά ενσωματωμένο σε περιφράσεις που αφορούν τη συμπεριφορά και την ψυχική διάθεση:

  1. Estar aprensivo contigo mismo.
  2. Να είσαι επιφυλακτικός με τον εαυτό σου.

  3. Tener una mente aprensiva.

  4. Να έχεις μια επιφυλακτική σκέψη.

  5. No dejes que tu naturaleza aprensiva domine tus decisiones.

  6. Μην αφήνεις τη καχύποπτη φύση σου να κυριαρχεί στις αποφάσεις σου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "aprensivo" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "aprehender", που σημαίνει να κατανοείς ή να συλλαμβάνεις ιδέες, και σχετίζεται με την έννοια της αντίληψης και της ευαισθησίας σε καταστάσεις ή προθέσεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - sospechoso (καχύποπτος) - desconfiado (απίστευτος) - sensible (ευαίσθητος)

Αντώνυμα: - confiado (άμεσος) - seguro (σίγουρος) - despreocupado (απίθανο)



23-07-2024