Το "apresar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [a.pɾeˈsaɾ]
Η λέξη "apresar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα με την έννοια του να συλλαμβάνω ή να καταλαμβάνω κάτι ή κάποιον, συνήθως με τη νομική ή στρατιωτική διάσταση. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η νομική της σημασία μπορεί να τη φέρνει σε πιο επίσημα γραπτά κείμενα.
"La policía logró apresar al sospechoso."
(Η αστυνομία κατάφερε να συλλάβει τον ύποπτο.)
"El ejército fue capaz de apresar la ciudad."
(Ο στρατός είχε τη δυνατότητα να καταλάβει την πόλη.)
Η λέξη "apresar" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
"Apresar los momentos"
(Να συλλάβω τις στιγμές) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανάγκη να ζεις και να απολαμβάνεις την κάθε στιγμή.
"Apresar la verdad"
(Να συλλάβω την αλήθεια) - Αναφέρεται στην αναζήτηση ή την κατανόηση της πραγματικής κατάστασης.
"Apresar el corazón"
(Να καταλάβω την καρδιά) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το να κερδίζεις την εμπιστοσύνη ή τα συναισθήματα κάποιου.
"Apresar la atención"
(Να συλλάβω την προσοχή) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι αρκετά εντυπωσιακό για να προσελκύσει την προσοχή κάποιου.
"Apresar la libertad"
(Να καταλάβω την ελευθερία) - Αναφέρεται στην προσπάθεια να κρατήσεις την ελευθερία σου ή να κατανοήσεις την έννοιά της.
Η λέξη "apresar" προέρχεται από την λατινική λέξη "apprehendere", που σημαίνει "να συλλάβω" ή "να καταλάβω".
Συνώνυμα: - capturar - detener - encarcelar
Αντώνυμα: - liberar (απελευθερώνω) - soltar (αφήνω ελεύθερο) - dejar (αφήνω, παρατώ)