رίχνει «apresurarse» ως ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /apɾe-suˈɾaɾ-se/
Η λέξη «apresurarse» σημαίνει να βιάζεται κάποιος ή να προσπαθεί να ολοκληρώσει κάτι γρήγορα. Χρησιμοποιείται συχνά όταν μια κατάσταση ή ένας χρόνος απαιτεί ταχεία δράση. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτές επικοινωνίες. Η λέξη έχει μια έντονα συναισθηματική φόρτιση, συνδεδεμένη με την αγωνία ή την πίεση του χρόνου.
Es mejor apresurarse si quieres llegar a tiempo.
(Είναι καλύτερο να βιαστείς αν θέλεις να φτάσεις στην ώρα σου.)
Ella siempre se apresura antes de salir de casa.
(Αυτή πάντα βιάζεται πριν βγει από το σπίτι.)
No hay necesidad de apresurarse en la tarea; tenemos tiempo.
(Δεν υπάρχει ανάγκη να βιαστούμε με την εργασία; Έχουμε χρόνο.)
Apresurarse a hacer algo
(Βιάζομαι να κάνω κάτι)
“Se apresuró a comprar los boletos antes de que se agotaran.”
(Βιάστηκε να αγοράσει τα εισιτήρια πριν εξαντληθούν.)
No hay que apresurarse
(Δεν χρειάζεται να βιάζεσαι)
“En esta situación, no hay que apresurarse, es mejor tomar una decisión informada.”
(Σε αυτή την κατάσταση, δεν χρειάζεται να βιάζεσαι, είναι καλύτερο να πάρεις μια ενημερωμένη απόφαση.)
Apresurarse por una emergencia
(Βιάζομαι λόγω μιας έκτακτης ανάγκης)
“Todos se apresuraron por la emergencia en el edificio.”
(Όλοι βιάστηκαν λόγω της έκτακτης ανάγκης στο κτίριο.)
Η λέξη «apresurarse» προέρχεται από το λατινικό ρήμα «appressare», που σημαίνει "να πιέσεις" ή "να εντείνεις". Η σύνθεση του προθέτου "a-" και του ρήματος "presurar" αναδεικνύει την έννοια της πίεσης και της ταχύτητας.
Συνώνυμα: - Apresurar - Darse prisa - Acelerar
Αντώνυμα: - Despacio (αργά) - Lentamente (αργά) - Pausarse (να σταματήσεις)