Apretado είναι επίθετο.
/a.pɾe.ˈta.ðo/
Η λέξη apretado χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σφιχτό, πιεσμένο ή στενά τοποθετημένο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως για να περιγράψει κυριολεκτικά ρούχα που είναι πολύ σφιχτά ή καταστάσεις που είναι πιεστικές ή δύσκολες.
Η συχνότητα χρήσης του apretado είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτό πλαίσιο.
El vestido está demasiado apretado.
(Το φόρεμα είναι πολύ σφιχτό.)
Siento el cinturón apretado.
(Νιώθω τη ζώνη σφιχτή.)
Tengo una semana apretada con mucho trabajo.
(Έχω μια πιεσμένη εβδομάδα με πολλή δουλειά.)
Η λέξη apretado συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Apretado de dinero
(Σφιχτός στα χρήματα)
Él siempre está apretado de dinero y no puede salir a cenar.
(Αυτός είναι πάντα σφιχτός στα χρήματα και δεν μπορεί να βγει για δείπνο.)
Situación apretada
(Πιεστική κατάσταση)
Estamos en una situación apretada y necesitamos resolverlo pronto.
(Είμαστε σε μια πιεστική κατάσταση και πρέπει να το λύσουμε γρήγορα.)
Estar apretado con el tiempo
(Να είσαι πιεσμένος με τον χρόνο)
Hoy estoy apretado con el tiempo y no tendré tiempo para almorzar.
(Σήμερα είμαι πιεσμένος με τον χρόνο και δεν θα έχω χρόνο να γευματίσω.)
Η λέξη apretado προέρχεται από το ρήμα apretar, το οποίο σημαίνει "σφίγγω" ή "πιέζω". Η ρίζα του ρήματος συνδέεται με λατινικές λέξεις που περιγράφουν την πίεση.
Συνώνυμα:
- ajustado (τηλεφωνημένο)
- ceñido (σφιχτό)
Αντώνυμα:
- suelto (χαλαρό)
- amplio (ευρύ)