Η λέξη "aprieto" είναι ουσιαστικό.
[apiˈɾe.to]
Η λέξη "aprieto" αναφέρεται σε μια κατάσταση που είναι δύσκολη ή περιορισμένη, είτε φυσικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση ανάγκης ή δυσκολίας. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της είναι ευρεία και μπορεί να αφίνει έμφαση σε καταστάσεις όπου οι επιλογές είναι περιορισμένες.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές, προφορικά και γραπτά, όμως είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο.
"Δεν ξέρω πώς να βγω από αυτή τη δύσκολη κατάσταση."
"Estamos en un aprieto financiero."
"Είμαστε σε μια οικονομική στενότητα."
"El aprieto en el que está metido es complicado."
Η λέξη "aprieto" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Είναι περίπλοκο να βγεις από μια οικονομική στενότητα."
"Estar en un aprieto."
"Το έργο είναι σε δύσκολη κατάσταση γιατί λείπει ο χρόνος."
"Meterse en un aprieto."
Η λέξη "aprieto" προέρχεται από το ρήμα "apretar," που σημαίνει "σφίγγω." Αναφέρεται στην αίσθηση της πίεσης, είτε σωματικής είτε ψυχικής.
Συνώνυμα: - Dificultad (δύσκολη κατάσταση) - Problema (πρόβλημα) - Estrechez (στενότητα)
Αντώνυμα: - Libertad (ελευθερία) - Facilidad (ευκολία) - Abundancia (αφθονία)