Aprisionar είναι ρήμα.
/ a.pɾi.si.oˈnaɾ /
Η λέξη aprisionar σημαίνει να φυλακίσεις ή να συλλάβεις κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό και στρατιωτικό τομέα για να αναφερθεί στη διαδικασία του περιορισμού ή της σύλληψης κάποιου.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε άρθρα ειδήσεων ή δικαστικές αναφορές. Επίσης, χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις σχετικές με τη δικαιοσύνη ή τη στρατιωτική δράση.
Los agentes de policía aprisionaron al ladrón en la escena del crimen.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον κλέφτη στη σκηνή του εγκλήματος.
El gobierno decidió aprisionar a los disidentes para mantener el orden.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να φυλακίσει τους αντιφρονούντες για να διατηρήσει την τάξη.
Las fuerzas armadas aprisionaron a los rebeldes en una operación sorpresa.
Οι ένοπλες δυνάμεις συνέλαβαν τους αντάρτες σε μια αιφνιδιαστική επιχείρηση.
Η λέξη aprisionar χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με περιορισμό ή κυβερνητικές δράσεις.
Aprisionar a la verdad.
Να περιορίσεις την αλήθεια.
(Να κρατήσεις την αλήθεια κρυφή ή να την παραποιήσεις.)
Aprisionar la libertad.
Να περιορίσεις την ελευθερία.
(Να επιβάλεις περιορισμούς στην ελευθερία κάποιου.)
Aprisionar los pensamientos.
Να περιορίσεις τις σκέψεις.
(Να κρατήσεις τις σκέψεις κάποιου υπό έλεγχο ή να τις κρατήσεις μυστικές.)
Aprisionar una idea.
Να συλλάβεις μια ιδέα.
(Να δημιουργήσεις ή να διατηρήσεις μια συγκεκριμένη σκέψη.)
Aprisionar en el silencio.
Να φυλακίσεις στη σιωπή.
(Να κρατήσεις κάτι μυστικό ή άγνωστο.)
Η λέξη aprisionar προέρχεται από το επίθημα "-ar" που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ρημάτων στην ισπανική γλώσσα και τη βάση "prision" (φυλακή), που έχει τις ρίζες της στο λατινικό "prensio".