Aprobado είναι επίθετο και ουσιαστικό, προερχόμενο από το ρήμα "aprobar".
Φωνητική μεταγραφή: /a.pɾo.ˈβɾa.ðo/
Η λέξη "aprobado" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι έχει εγκριθεί, ότι έχει περάσει μια εξέταση ή ότι είναι αποδεκτό. Στη γλώσσα των εξετάσεων, χρησιμοποιείται συχνά για να υποδείξει ότι ο μαθητής έχει περάσει το μάθημα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα σε αναφορές και επίσημα έγγραφα, αλλά και στον προφορικό λόγο όταν γίνεται αναφορά σε αποτελέσματα εξετάσεων.
El examen fue difícil, pero fui aprobada.
(Η εξέταση ήταν δύσκολη, αλλά πέρασα.)
El proyecto fue aprobado por el consejo.
(Το έργο εγκρίθηκε από το συμβούλιο.)
Necesito que mi solicitud sea aprobada pronto.
(Χρειάζομαι να εγκριθεί γρήγορα η αίτησή μου.)
Η λέξη "aprobado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
No hay examen que se me resista, siempre estoy aprobado.
(Δεν υπάρχει εξέταση που να μου αντιστέκεται, πάντα περνάω.)
Después de tantos intentos, finalmente tengo el papel aprobado.
(Μετά από τόσες προσπάθειες, επιτέλους έχω το εγκεκριμένο έγγραφο.)
Si mi plan no es aprobado, tendré que buscar otras opciones.
(Αν το σχέδιό μου δεν εγκριθεί, θα χρειαστεί να αναζητήσω άλλες επιλογές.)
Cuando me siento preparado, estoy seguro de que será un aprobado.
(Όταν νιώθω έτοιμος, είμαι σίγουρος ότι θα είναι επιτυχία.)
Η λέξη "aprobado" προέρχεται από το ρήμα "aprobar", το οποίο σημαίνει «να εγκρίνω» ή «να επιβεβαιώσω». Η ρίζα του "aprobar" ακολουθείται από το πρόθεμα "a-" και τον όρο "probar" που σημαίνει «να δοκιμάσω» ή «να εξετάσω».
Συνώνυμα: - Aceptado (αποδεκτός) - Validado (επιβεβαιωμένος)
Αντώνυμα: - Reprobado (αποτυχημένος) - Desaprobado (μη αποδεκτός)