Το "aprobar" είναι ρήμα.
/a.pɾo.'βaɾ/
Η λέξη "aprobar" σημαίνει να εγκρίνεις ή να περάσεις κάτι, όπως μια γραπτή εξέταση ή μια πρόταση. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της εκπαίδευσης, της πολιτικής και της νομικής δομής. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι συχνή, κυρίως σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτούς λόγους.
Ο καθηγητής αποφάσισε να εγκρίνει όλους τους μαθητές.
La ley fue aprobada por el parlamento.
Η λέξη "aprobar" βρίσκεται μέσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που συναντώνται στην καθημερινή γλώσσα:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αποδίδει εξαιρετικά.
No aprobar el examen.
Αναφέρεται στο να μην περνάς μια δοκιμασία ή εξέταση.
Aprobar un proyecto.
Χρησιμοποιείται συνήθως σε επιχειρησιακό ή κυβερνητικό πλαίσιο για την έγκριση σχεδίων.
Aprobar por mayoría.
Αναφέρεται σε αποφάσεις που περνούν με την έγκριση της πλειονότητας.
Aprobar las cuentas.
Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά συμφραζόμενα, όπως η έγκριση οικονομικών αναφορών.
Aprobar un presupuesto.
Η λέξη "aprobar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "approbare", που αποτελείται από τα τμήματα "ad-" (προς) και "probare" (να δοκιμάσεις, να εξετάσεις).
certificar (πιστοποιώ)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες σχετίζονται με το ρήμα "aprobar" και αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση του στην ισπανική γλώσσα.