«Apropiarse» είναι ρήμα.
/ a.pɾo.piˈaɾ.se /
Η λέξη «apropriase» σημαίνει να καταλάβεις ή να αποκτήσεις κάτι που δεν σου ανήκει ή να το κάνεις δικό σου. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της οικονομίας και της νομικής, π.χ. αναφέρεται σε περιπτώσεις κλοπής πνευματικών δικαιωμάτων ή το πώς κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει ή να εκμεταλλευτεί κάτι που ανήκει σε άλλους.
Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, καθώς εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, όπως νομικά κείμενα ή οικονομικές αναλύσεις.
Είναι εύκολο να οικειοποιηθείς ξένες ιδέες αν δεν προσέχεις.
El artista decidió apropiarse de la cultura local en su obra.
Ο καλλιτέχνης αποφάσισε να οικειοποιηθεί τη τοπική κουλτούρα στο έργο του.
El gobierno no puede apropiarse de las propiedades privadas sin compensación.
Η λέξη «apropriarse» δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολύ συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο παρακάτω υπάρχουν κάποιες σχετικές προτάσεις:
Δεν είναι σωστό να οικειοποιείσαι τα επιτεύγματα άλλων.
Los derechos de autor protegen a los creadores de que alguien se apropie de su trabajo.
Τα πνευματικά δικαιώματα προστατεύουν τους δημιουργούς από το να τους οικειοποιείται κάποιος το έργο τους.
Es importante no apropiarse de costumbres que no nos pertenecen.
Είναι σημαντικό να μην οικειοποιούμαστε έθιμα που δεν μας ανήκουν.
Los políticos suelen apropiarse de promesas que no pueden cumplir.
Η λέξη «apropriase» προέρχεται από το λατινικό «appropriare», που σημαίνει "να κάνω κάτι δικό μου". Η ρίζα «proprius» σημαίνει "ιδιωτικός" ή "δικός".
Συνώνυμα: - Ocuparse - Tomar - Adquirir
Αντώνυμα: - Dejar - Renunciar - Desprenderse