Το "aprovechamiento" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: /a.pɾo.βe.tʃaˈmi.en.to/
Η λέξη "aprovechamiento" αναφέρεται στην πράξη της εκμετάλλευσης, της αξιοποίησης ή της ωφέλειας από κάτι. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει πώς μπορεί κάποιος ή κάτι να χρησιμοποιηθεί προς όφελος. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και συναντάται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό λόγο.
Παραδείγματα: - El aprovechamiento de los recursos naturales es fundamental para el desarrollo sostenible. - Η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων είναι θεμελιώδης για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "aprovechamiento" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εκμετάλλευση ή την αξιοποίηση:
Πρέπει να κάνουμε τη μέγιστη αξιοποίηση των ικανοτήτων μας.
Aprovechamiento de las oportunidades
"El aprovechamiento de las oportunidades es clave para el éxito."
Η αξιοποίηση των ευκαιριών είναι κλειδί για την επιτυχία.
Aprovechamiento económico
"El aprovechamiento económico de la tecnología puede impulsar el crecimiento."
Η οικονομική αξιοποίηση της τεχνολογίας μπορεί να προωθήσει την ανάπτυξη.
Aprovechamiento del conocimiento
"El aprovechamiento del conocimiento adquirido en la universidad es vital en el trabajo."
Η λέξη "aprovechamiento" προέρχεται από το ρήμα "aprovechar", το οποίο έχει ρίζα στο λατινικό "ad-proficere", που σημαίνει "να ωφελήσει".
Συνώνυμα: - Explotación (εκμετάλλευση) - Utilización (χρήση) - Valorización (αξιολόγηση)
Αντώνυμα: - Desaprovechamiento (μη αξιοποίηση) - Negligencia (παράλειψη) - Desuso (παράλειψη χρήσης)