Η λέξη "aprovisionamiento" είναι ουσιαστικό.
/a.pro.βι.si.o.να.men.to/
Η λέξη "aprovisionamiento" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία ή τη δράση του εφοδιασμού, της προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών, κυρίως στο πλαίσιο στρατηγικής, διοίκησης ή στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Στην ισπανική γλώσσα, έχει συχνά χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της στρατηγικής διοίκησης και του στρατιωτικού σχεδιασμού, αλλά και σε γενικές διοικητικές διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, αλλά επίσης και στον προφορικό λόγο, ειδικά από ανθρώπους που εργάζονται σε σχετικούς τομείς.
El aprovisionamiento de recursos es esencial para el éxito de la misión.
(Ο εφοδιασμός πόρων είναι βασικός για την επιτυχία της αποστολής.)
El ejército realiza un aprovisionamiento estratégico antes de cada operación.
(Ο στρατός πραγματοποιεί στρατηγικό εφοδιασμό πριν από κάθε επιχείρηση.)
El aprovisionamiento eficaz reduce los costos en la empresa.
(Ο αποτελεσματικός εφοδιασμός μειώνει τα κόστη στην επιχείρηση.)
Η λέξη "aprovisionamiento" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά σχετίζεται με διάφορες φράσεις που αφορούν τη στρατηγική και την καλή διαχείριση σε οικονομικούς και στρατιωτικούς τομείς.
“El aprovisionamiento adecuado es clave para la logística.”
(Ο κατάλληλος εφοδιασμός είναι κλειδί για τη λογιστική.)
“En tiempos de crisis, el aprovisionamiento se vuelve más complicado.”
(Σε περιόδους κρίσης, ο εφοδιασμός γίνεται πιο περίπλοκος.)
“Un buen aprovisionamiento garantiza la continuidad del servicio.”
(Ένας καλός εφοδιασμός διασφαλίζει τη συνέχεια της υπηρεσίας.)
“Las empresas deben planificar su aprovisionamiento a largo plazo.”
(Οι εταιρείες πρέπει να σχεδιάζουν τον εφοδιασμό τους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.)
Η λέξη "aprovisionamiento" προέρχεται από το ρήμα "aprovisionar", το οποίο σημαίνει "να εφοδιάσω" ή "να προμηθεύσω". Το "provisto" ή "provisión" έχει επίσης τη ρίζα του στη λατινική λέξη "provisio", που σημαίνει "πρόβλεψη".
Συνώνυμα: - suministro - abastecimiento - provisión
Αντώνυμα: - escasez (έλλειψη) - falta (έλλειψη) - insuficiencia (ανεπαρκής)