Ρήμα.
/apɾoˈksimaðo/
Η λέξη "aproximado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εκτιμώμενο ή περίπου σωστό. Στην ιατρική, στρατιωτική και άλλα επιστημονικά πεδία, αναφέρεται σε προσεγγίσεις, υπολογισμούς ή εκτιμήσεις που ενδέχεται να μην είναι ακριβείς αλλά παρέχουν μια γενική εικόνα. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη στο γραπτό πλαίσιο λόγω της ακρίβειας που χρειάζονται οι περιγραφές.
Ο χρόνος αναμονής είναι περίπου 30 λεπτά.
La dosis aproximada de medicación es importante para el tratamiento.
Η εκτιμώμενη δόση φαρμακευτικής αγωγής είναι σημαντική για τη θεραπεία.
Los costos aproximados del proyecto deben ser considerados antes de comenzar.
Να κάνεις μια εκτίμηση των αριθμών.
El resultado aproximado no siempre es fiable.
Το περίπου αποτέλεσμα δεν είναι πάντα αξιόπιστο.
Llegamos a una aproximado acuerdo.
Φτάσαμε σε μια προσδιορισμένη συμφωνία.
Su comentario era solo un aproximado del problema.
Η λέξη "aproximado" προέρχεται από το λατινικό "approximatus", που σημαίνει πλησιάζω ή εκτιμώ.
Συνώνυμα: estimado, cercano, aproximativo
Αντώνυμα: preciso, exacto, certero