Το "aproximar" είναι ρήμα.
/a.pɾo.ksiˈmaɾ/
Η λέξη "aproximar" σημαίνει να πλησιάσεις κάτι ή να κάνεις μια εκτίμηση κλειδί. Χρησιμοποιείται συχνά σε γενικές και μαθηματικές συζητήσεις για να αναφερθεί στην πράξη της προσέγγισης ενός αποτελέσματος ή ενός αριθμού. Η χρήση της στα Ισπανικά είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγο, ειδικά σε μαθηματικά κείμενα ή επιστημονικά άρθρα.
Los resultados de la investigación se aproximan a lo esperado.
(Τα αποτελέσματα της έρευνας πλησιάζουν τα αναμενόμενα.)
Es difícil aproximar la distancia exacta entre los dos puntos.
(Είναι δύσκολο να πλησιάσουμε την ακριβή απόσταση μεταξύ των δύο σημείων.)
Η λέξη "aproximar" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συνδυασμούς:
Χρησιμοποιείται όταν διάφορες πλευρές προσπαθούν να βρουν μια κοινή βάση.
Aproximarse a la verdad.
(Πλησιάζω την αλήθεια.)
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι κάποιος προσπαθεί να φτάσει ή να κατανοήσει την αλήθεια.
Aproximar números.
(Προσεγγίζω αριθμούς.)
Το "aproximar" προέρχεται από το λατινικό "approximare", που σημαίνει "να πλησιάσει" (sub: ad- = προς, proximus = κοντά).
Συνώνυμα: - acercar - calcular (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - alejar (απομακρύνω) - distanciar (διαχωρίζω)