Η λέξη "aproximarse" σημαίνει "πλησιάζω" ή "προσεγγίζω". Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε φυσική εγγύτητα ή σε μια ιδέα που πλησιάζει σε μια άλλη. Χρησιμοποιείται συχνά και σε καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτό λόγο, με τη συχνότητά της να είναι μεγαλύτερη σε προφορικά συμφραζόμενα.
Los estudiantes se aproximan a la meta del proyecto final.
(Οι μαθητές πλησιάζουν στο στόχο του τελικού έργου.)
Es importante aproximarse a los problemas con una mente abierta.
(Είναι σημαντικό να προσεγγίσουμε τα προβλήματα με ανοιχτό μυαλό.)
Η λέξη "aproximarse" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες ενδέχεται να εκφράσουν έννοιες διαφορετικές από την κυριολεκτική μετάφραση.
Aproximarse a la verdad.
(Πλησιάζοντας την αλήθεια.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την αναζήτηση ή την κατανόηση καλύτερων πληροφοριών.
Aproximarse a un acuerdo.
(Προσεγγίζοντας μια συμφωνία.)
Χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα διαπραγματεύσεων.
Algunas ideas se aproximan más a la realidad que otras.
(Ορισμένες ιδέες πλησιάζουν περισσότερο στην πραγματικότητα από άλλες.)
Χρησιμοποιείται για να συγκρίνει ή να αναλύσει ιδέες ή θεωρίες.
Η λέξη "aproximarse" προέρχεται από το λατινικό "approximare", το οποίο σχηματίζεται από το πρόθεμα "ad-" που σημαίνει "προς" και "proximus" που σημαίνει "κοντινός".