aptitud: ουσιαστικό (feminine)
/aptituð/
Η λέξη aptitud στα Ισπανικά αναφέρεται στην ικανότητα ή την επιδεξιότητα ενός ατόμου να κάνει κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυσικές ή έμφυτες ικανότητες σε συγκεκριμένες δραστηριότητες ή τομείς, όπως η τέχνη, η επιστήμη ή η αθλητική δραστηριότητα. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με υψηλή συχνότητα στη γλώσσα.
La aptitud para aprender idiomas es una ventaja en el mundo globalizado.
Η ικανότητα να μαθαίνει κανείς γλώσσες είναι ένα πλεονέκτημα στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Cada niño tiene su propia aptitud para diferentes disciplinas.
Κάθε παιδί έχει τη δική του ικανότητα σε διαφορετικές πειθαρχίες.
Η λέξη aptitud χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και συνδυασμούς, που αντανακλούν την ικανότητα και την επιδεξιότητα.
Tener aptitud para algo
"Ella tiene aptitud para la música."
Αυτή έχει ικανότητα για τη μουσική.
Falta de aptitud
"Su falta de aptitud en matemáticas le causó problemas."
Η έλλειψη ικανότητάς του στα μαθηματικά του προκάλεσε προβλήματα.
Desarrollar la aptitud
"Es importante desarrollar la aptitud desde una edad temprana."
Είναι σημαντικό να αναπτύσσει κανείς την ικανότητα από μικρή ηλικία.
Aptitud natural
"Tiene una aptitud natural para el deporte."
Έχει μια έμφυτη ικανότητα για τον αθλητισμό.
Η λέξη aptitud προέρχεται από τη λατινική λέξη "aptitudo", η οποία αναφέρεται στην κατάλληλη ικανότητα ή προσαρμοστικότητα, και προέρχεται από το ρήμα "aptare", που σημαίνει "να προσαρμόζω" ή "να κατατάσσω".
Συνώνυμα: - capacidad (ικανότητα) - habilidad (δεξιότητα) - talento (ταλέντο)
Αντώνυμα: - incapacidad (ανικανότητα) - ineptitud (ανικανότητα) - torpeza (αδεξιότητα)