apto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

apto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Apto είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈap.to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος apto σημαίνει "ικανός" ή "κατάλληλος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι ικανός να εκτελέσει μια εργασία ή να είναι κατάλληλο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Η χρήση του είναι συχνή και στα δύο είδη λόγου, προφορικού και γραπτού, αν και αναγνωρίζεται ότι μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε επίσημα ή γραπτά κείμενα.

Παράδειγμα προτάσεων: 1. Él es apto para el trabajo. - Αυτός είναι ικανός για τη δουλειά.

  1. Este lugar es apto para niños.
  2. Αυτός ο τόπος είναι κατάλληλος για παιδιά.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Ο όρος apto δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συνδυασμούς που εκφράζουν ικανότητες ή καταλληλότητες.

Ιδιωματικές εκφράσεις με "apto": 1. Tener aptitudes aptas para (Να έχει ικανότητες κατάλληλες για) - Ella tiene aptitudes aptas para enseñar. - Αυτή έχει ικανότητες κατάλληλες για να διδάξει.

  1. Ser apto en (Να είναι ικανός σε)
  2. Es apto en matemáticas.

    • Είναι ικανός στα μαθηματικά.
  3. Apto para el reto (Ικανός για την πρόκληση)

  4. Está apto para el reto que viene.
    • Είναι ικανός για την πρόκληση που έρχεται.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη apto προέρχεται από τη λατινική λέξη "aptus", που σημαίνει "κατάλληλος" ή "προσαρμοσμένος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Capacitado (ικανός) - Idóneo (κατάλληλος)

Αντώνυμα: - Inapto (ανίκανος) - Inadecuado (ακατάλληλος)



22-07-2024