Apto είναι επίθετο.
/ˈap.to/
Ο όρος apto σημαίνει "ικανός" ή "κατάλληλος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι ικανός να εκτελέσει μια εργασία ή να είναι κατάλληλο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Η χρήση του είναι συχνή και στα δύο είδη λόγου, προφορικού και γραπτού, αν και αναγνωρίζεται ότι μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε επίσημα ή γραπτά κείμενα.
Παράδειγμα προτάσεων: 1. Él es apto para el trabajo. - Αυτός είναι ικανός για τη δουλειά.
Ο όρος apto δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συνδυασμούς που εκφράζουν ικανότητες ή καταλληλότητες.
Ιδιωματικές εκφράσεις με "apto": 1. Tener aptitudes aptas para (Να έχει ικανότητες κατάλληλες για) - Ella tiene aptitudes aptas para enseñar. - Αυτή έχει ικανότητες κατάλληλες για να διδάξει.
Es apto en matemáticas.
Apto para el reto (Ικανός για την πρόκληση)
Η λέξη apto προέρχεται από τη λατινική λέξη "aptus", που σημαίνει "κατάλληλος" ή "προσαρμοσμένος".
Συνώνυμα: - Capacitado (ικανός) - Idóneo (κατάλληλος)
Αντώνυμα: - Inapto (ανίκανος) - Inadecuado (ακατάλληλος)