Το "apuntado" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "apuntado" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα (IPA) είναι /a.punˈta.ðo/.
Η λέξη "apuntado" προέρχεται από το ρήμα "apuntar", το οποίο σημαίνει "να σημειώνω" ή "να στοχεύω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει σημειωθεί ή καταγραφεί, ή μπορεί να αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει εγγραφεί για μια δραστηριότητα ή ένα μάθημα.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, συχνά χρησιμοποιείται στην προφορική και γραπτή επικοινωνία, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτά κείμενα ή επίσημες καταγραφές.
Οι μαθητές έχουν ήδη εγγραφεί για το μάθημα τέχνης.
El proyecto está apuntado como una prioridad en la reunión.
Το έργο έχει σημειωθεί ως προτεραιότητα στη συνάντηση.
Ella tiene su nombre apuntado en la lista de espera.
Η λέξη "apuntado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, εδώ είναι μερικές:
Να είσαι καταγεγραμμένος στη «μαύρη λίστα». (σημαίνει ότι κάποιος είναι απαγορευμένος ή αποκλεισμένος).
Llevarlo todo apuntado.
Να τα έχεις όλα σημειωμένα. (σημαίνει να είσαι οργανωμένος ή να είσαι προετοιμασμένος).
Apuntado para el examen.
Εγγεγραμμένος για την εξέταση. (αναφέρεται σε κάποιον που έχει δηλώσει συμμετοχή σε μια εξέταση).
Su nombre está apuntado en el registro oficial.
Η λέξη "apuntado" προέρχεται από το ρήμα "apuntar", που έχει τις ρίζες του στα Λατινικά "punctare", που σημαίνει "να σημειώνω" ή "να χτυπώ".
Συνώνυμα: - Registrado (καταγεγραμμένος) - Señalado (σημειωμένος)
Αντώνυμα: - Olvidado (ξεχασμένος) - Ignorado (αγνοούμενος)