Ρήμα
/a.pun.ˈta.lar/
Η λέξη "apuntalar" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την πράξη της στήριξης ή της ενίσχυσης κάποιου πράγματος, συχνά σε ένα φυσικό ή δομικό πλαίσιο, όπως η στήριξη τοίχων ή κατασκευών. Στο νομικό ή κειμενικό πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται στη στήριξη ενός επιχειρήματος ή μίας θέσης.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε τεχνικά ή νομικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί στον προφορικό λόγο.
Είναι απαραίτητο να στηρίξετε τον τοίχο για να αποτρέψετε την κατάρρευσή του.
Los ingenieros decidieron apuntalar la estructura del puente.
Η λέξη "apuntalar" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
El abogado logró apuntalar su argumento con pruebas sólidas.
Apuntalar una idea: να στηρίξει μια ιδέα
Es importante apuntalar esta idea con ejemplos relevantes.
Apuntalar la confianza: να ενισχύσει την εμπιστοσύνη
Η λέξη "apuntalar" προέρχεται από το "apunta", που σημαίνει «στηρίξτε» ή «σημειώστε», συνδυασμένη με το "-lar", που είναι ένα ρήμα που δηλώνει δράση. Η ρίζα της βασίζεται στο ιταλικό "appuntare", με παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Sostener - Fortalecer
Αντώνυμα: - Debilitar - Desmoronar