Η λέξη "apuntamiento" προέρχεται από το ρήμα "apuntar", το οποίο σημαίνει "να σημειώνεις" ή "να κατευθύνεις". Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια ενέργεια ή διαδικασία που σχετίζεται με την υπογράμμιση σημείων ή γεγονότων. Στη γλώσσα των νομικών, μπορεί να αναφέρεται σε καθεστώτα γραφής ή σημείων που μπορεί να έχουν νομική σημασία. Στην πολυτεχνική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται για την εκμύστηση σημαντικών δεδομένων ή παρατηρήσεων. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο.
Η υπογράμμιση των δεδομένων στην αναφορά ήταν πολύ ακριβής.
Hizo un apuntamiento sobre las decisiones que tomaron en la reunión.
Η λέξη "apuntamiento" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν τη διαδικασία καταγραφής ή υπογράμμισης.
Το να κάνεις μια σημείωση είναι ουσιώδες για να μην ξεχνάς σημαντικές λεπτομέρειες.
Siempre hago un apuntamiento de las lecciones para estudiar mejor.
Πάντα κάνω μια σημείωση από τα μαθήματα για να σπουδάω καλύτερα.
El apuntamiento de las normas es fundamental en la práctica legal.
Η σημείωση των κανόνων είναι θεμελιώδης στην νομική πρακτική.
No olvides el apuntamiento del presupuesto antes de enviar el proyecto.
Μην ξεχάσεις να υπογραμμίσεις τον προϋπολογισμό πριν στείλεις το έργο.
El apuntamiento de los cambios en la legislación es crucial para los abogados.
Η λέξη "apuntamiento" προέρχεται από το ρήμα "apuntar" που συνδέεται με το λατινικό "punctare", που σημαίνει "να τρυπάς" ή "να σημειώνεις".