Το "apuntar" είναι ρήμα.
/apaɾˈtaɾ/
Η λέξη "apuntar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών με πολλές σημασίες. Γενικά, μπορεί να σημαίνει: - Να σημειώνεις κάτι (σαν να κάνεις σημειώσεις). - Να στοχεύεις (π.χ. με όπλο ή σε έναν στόχο). - Να καταγράφεις ή να αναφέρεσαι σε κάτι.
Η χρήση της είναι συχνή, και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.
Θα σημειώσω τη διεύθυνση.
Es importante apuntar las ideas durante la reunión.
Είναι σημαντικό να σημειώνεις τις ιδέες κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Si quieres mejorar, debes apuntar tus metas.
Η λέξη "apuntar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Είναι καλό να στοχεύεις ψηλά στη ζωή.
Apuntar con el dedo.
Δεν είναι δίκαιο να δείχνεις κάποιον χωρίς αποδείξεις.
Apuntar a lo grande.
Η λέξη "apuntar" προέρχεται από το λατινικό "adpunctare", το οποίο σημαίνει "να δείχνω" ή "να σημειώνω".
Συνώνυμα: - señalar (δείχνω) - anotar (σημειώνω) - registrar (καταγράφω)
Αντώνυμα: - olvidar (ξεχνάω) - ignorar (αγνοώ)