apunte είναι ουσιαστικό (masculino).
[aˈpunte]
Η λέξη apunte στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε ένα σημείωμα ή μια σημείωση που μπορεί να καταγραφεί είτε ως μέρος αποδείξεων, είτε ως στοιχεία για μελέτη ή αναφορά. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα εκπαίδευσης ή όταν κάποιος χρειάζεται να κρατήσει γρήγορες σημειώσεις για κάτι.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και είναι επίσης συνηθισμένη σε γραπτό λόγο, κυρίως σε εκπαιδευτικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα.
(Ο καθηγητής μου ζήτησε να κάνω ένα σημείωμα για το μάθημα.)
Siempre llevo un cuaderno para tomar apuntes.
(Πάντα παίρνω μαζί μου ένα τετράδιο για να κρατώ σημειώσεις.)
Mis apuntes de la reunión son muy detallados.
Η λέξη apunte χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση και τη σημειολογία.
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να καταγράψει μια πληροφορία.
Hacer un apunte a lápiz.
Υποδηλώνει ότι η σημείωση είναι προσωρινή και μπορεί να αλλάξει.
No olvidar los apuntes.
Σημαίνει ότι είναι σημαντικό να κρατήσεις τις σημειώσεις σου.
Un buen apunte vale más que mil palabras.
Δηλώνει ότι μια συνοπτική και καλή σημείωση μπορεί να είναι πιο χρήσιμη από πολλές εξηγήσεις.
Apuntes de última hora.
Η λέξη apunte προέρχεται από το ρημα apuntar, που σημαίνει "να δείχνεις" ή "να σημειώνεις". Ουσιαστικά, αναφέρεται στη διαδικασία της καταγραφής και της σημειογραφίας.
Συνώνυμα: - Nota (σημείωση) - Observación (παρατήρηση)
Αντώνυμα: - Olvido (λήθη) - Descuido (αμέλεια)