apunto είναι επιρρηματική λέξη στη γλώσσα Ισπανικά.
[aˈpunto]
Η λέξη apunto μπορεί να χρησιμοποιείται με διαφορετικές σημασίες, ανάλογα με το συμφραζόμενο. Συνήθως δηλώνει την πράξη της σημείωσης ή καταγραφής μιας πληροφορίας. Στην καθομιλουμένη, χρησιμοποιείται συνήθως στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί και στην προφορική.
Apunto todo lo que necesito para el viaje.
(Καταγράφω όλα όσα χρειάζομαι για το ταξίδι.)
La profesora me dice que apunte los deberes.
(Η καθηγήτρια μου λέει να σημειώσω τις ασκήσεις.)
Η λέξη apunto είναι μέρος κάποιων ιδιωματικών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα Ισπανικά.
Ejemplo: Estoy a punto de salir de casa.
(Είμαι έτοιμος να βγω από το σπίτι.)
A punto de explotar (Στο χείλος της έκρηξης)
Ejemplo: La olla está a punto de explotar si no le bajo el fuego.
(Η κατσαρόλα είναι έτοιμη να εκραγεί αν δεν χαμηλώσω τη φωτιά.)
Apunto de lograr un objetivo (Έτοιμος να πετύχω έναν στόχο)
Η λέξη apunto προέρχεται από το ρήμα apuntar, το οποίο σημαίνει 'σημειώνω' ή 'καταγράφω'. Το ρήμα προέρχεται από την λατινική λέξη punctare, που σημαίνει 'σημείο' ή 'δίπλωμα'.
Αυτή είναι η ενδελεχής ανάλυση της λέξης apunto.