Η λέξη "apurado" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει έναν άνθρωπο που είναι σε κατάσταση βιασύνης ή πίεσης χρόνου. Είναι συχνά συνδεδεμένη με την αίσθηση ότι κάποιος πρέπει να ολοκληρώσει κάτι γρήγορα και μπορεί να εκφράσει μια αίσθηση ανησυχίας ή αναστάτωσης.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με παραπάνω παρουσία στον προφορικό λόγο, αφού σχετίζεται με καθημερινές καταστάσεις όπου η βιασύνη είναι κοινή.
Είμαι βιαστικός να τελειώσω αυτό το έργο.
Salí de casa apurado y olvidé mis llaves.
Η λέξη "apurado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Μην ανησυχείς, δεν είσαι τόσο βιαστικός όπως νομίζεις.
Siempre vive apurado y no disfruta de la vida.
Πάντα ζει βιαστικά και δεν απολαμβάνει τη ζωή.
Cuando estoy apurado, cometo más errores.
Όταν είμαι βιαστικός, κάνω περισσότερα λάθη.
Fui al supermercado apurado y olvidé comprar lo esencial.
Πήγα στο σούπερ μάρκετ βιαστικά και ξέχασα να αγοράσω τα βασικά.
En una reunión apurada, es fácil perderse detalles importantes.
Η λέξη "apurado" προέρχεται από το ρήμα "apurar", το οποίο σημαίνει να πιέζεις ή να επιταχύνεις κάτι. Η ρίζα του ρήματος συνδέεται με την έννοια του να βιάζεσαι ή να αντιμετωπίζεις μια επείγουσα κατάσταση.