apurado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

apurado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "apurado" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει έναν άνθρωπο που είναι σε κατάσταση βιασύνης ή πίεσης χρόνου. Είναι συχνά συνδεδεμένη με την αίσθηση ότι κάποιος πρέπει να ολοκληρώσει κάτι γρήγορα και μπορεί να εκφράσει μια αίσθηση ανησυχίας ή αναστάτωσης.

Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με παραπάνω παρουσία στον προφορικό λόγο, αφού σχετίζεται με καθημερινές καταστάσεις όπου η βιασύνη είναι κοινή.

Παραδείγματα

  1. Estoy apurado para terminar este proyecto.
  2. Είμαι βιαστικός να τελειώσω αυτό το έργο.

  3. Salí de casa apurado y olvidé mis llaves.

  4. Βγήκα από το σπίτι βιαστικά και ξέχασα τα κλειδιά μου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "apurado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

  1. No te preocupes, no estás tan apurado como piensas.
  2. Μην ανησυχείς, δεν είσαι τόσο βιαστικός όπως νομίζεις.

  3. Siempre vive apurado y no disfruta de la vida.

  4. Πάντα ζει βιαστικά και δεν απολαμβάνει τη ζωή.

  5. Cuando estoy apurado, cometo más errores.

  6. Όταν είμαι βιαστικός, κάνω περισσότερα λάθη.

  7. Fui al supermercado apurado y olvidé comprar lo esencial.

  8. Πήγα στο σούπερ μάρκετ βιαστικά και ξέχασα να αγοράσω τα βασικά.

  9. En una reunión apurada, es fácil perderse detalles importantes.

  10. Σε μια βιαστική συνάντηση, είναι εύκολο να χάσεις σημαντικές λεπτομέρειες.

Ετυμολογία

Η λέξη "apurado" προέρχεται από το ρήμα "apurar", το οποίο σημαίνει να πιέζεις ή να επιταχύνεις κάτι. Η ρίζα του ρήματος συνδέεται με την έννοια του να βιάζεσαι ή να αντιμετωπίζεις μια επείγουσα κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024