Η λέξη "apurar" στα ισπανικά σημαίνει να προκαλέσεις βιασύνη ή να επιταχύνεις μια διαδικασία. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιστάσεις όπου κάποιος ή κάτι χρειάζεται να ολοκληρωθεί γρήγορα. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και ίσως να είναι πιο δημοφιλής στη φόρμα προφορικής ομιλίας, διότι εκφράζει καθημερινές ανάγκες και πιέσεις χρόνου.
Είναι καλύτερα να βιαστούμε αν δεν θέλουμε να φτάσουμε αργά.
No me gusta apurar las cosas, prefiero tomármelo con calma.
Η λέξη "apurar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
(= Να επιδιώκεις να βρείς λύση γρήγορα).
Apurarse a llegar.
(= Να σπεύσεις να φτάσεις κάπου).
No hay que apurar el final.
(= Δεν πρέπει να βιαστούμε σε καταστάσεις που χρειάζονται χρόνο).
Apurar las obligaciones.
(= Να ολοκληρώσεις υποχρεώσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα).
Apurar la copa.
Η λέξη "apurar" προέρχεται από την Καστίλλη και είναι πιθανό να σχετίζεται με την αρχαία έννοια της "προσοχής" και της "επιτάχυνσης".
Συνώνυμα: * Acelerar * Dar prisa
Αντώνυμα: * Retardar * Detener
Αυτή είναι μια συνοπτική παρουσίαση της λέξης "apurar", εξετάζοντας σημασία, χρήση και γλωσσικές πτυχές της στα Ισπανικά.