aquejar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aquejar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/akeˈxaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "aquejar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του να προκαλείς έντονο πόνο ή δυσφορία, είτε σωματική είτε ψυχολογική. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη συχνά συνδέεται με το να πλήττει κάποιος ή κάτι που προκαλεί βάσανα ή ανησυχία. Η χρήση της είναι περισσότερο συνηθισμένη σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο, συνήθως σε πιο επίσημο ή λογοτεχνικό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El dolor que me aqueja no me deja dormir.
  2. Ο πόνος που με βασανίζει δεν με αφήνει να κοιμηθώ.

  3. Las preocupaciones financieras le aquejan constantemente.

  4. Οι οικονομικές ανησυχίες τον βασανίζουν συνεχώς.

  5. Aquejan muchos problemas sociales a nuestra comunidad.

  6. Πολλά κοινωνικά προβλήματα βασανίζουν την κοινότητά μας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "aquejar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

  1. Les aquejan los remordimientos.
  2. Τους βασανίζουν οι τύψεις.

  3. Lo que le aqueja es la soledad.

  4. Αυτό που τον βασανίζει είναι η μοναξιά.

  5. Los pensamientos oscuros la aquejan a menudo.

  6. Οι σκοτεινές σκέψεις την βασανίζουν συχνά.

  7. Aquejado de enfermedades, se recluyó en su casa.

  8. Βασανισμένος από ασθένειες, αποσύρθηκε στο σπίτι του.

  9. Los miedos que le aquejan no le dejan avanzar.

  10. Οι φόβοι που τον βασανίζουν δεν τον αφήνουν να προχωρήσει.

  11. Cada vez que ve el pasado, le aquejan los recuerdos.

  12. Κάθε φορά που βλέπει το παρελθόν, την βασανίζουν οι αναμνήσεις.

  13. Los problemas que le aquejan son difíciles de resolver.

  14. Τα προβλήματα που τον βασανίζουν είναι δύσκολα να λυθούν.

  15. Aquejarse de algo no soluciona el problema.

  16. Το να βασανίζεται κανείς για κάτι δεν λύνει το πρόβλημα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "aquejar" προέρχεται από το λατινικό "acquiēscere", το οποίο σημαίνει "να υποφέρω" ή "να πονάω". Η εξέλιξή της στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα διατηρεί την έννοια του βασανισμού ή του πόνου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - atormentar (βασανίζω) - angustiar (αγχώνω) - molestar (ενοχλώ)

Αντώνυμα: - aliviar (ανακουφίζω) - consolar (παρηγορώ) - apaciguar (ηρεμώ)



23-07-2024