Η λέξη "aquiescencia" είναι ουσιαστικό.
/a.ki.eˈsen.sja/
Η λέξη "aquiescencia" αναφέρεται στην κατάσταση της αποδοχής ή της συμφωνίας με κάτι, χωρίς να υπάρχει αντίρρηση. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στο νομικό πλαίσιο για να περιγράψει την αποδοχή ενός όρου ή μιας κατάστασης, καθώς και στη γενική γλώσσα για να δηλώσει τη συναίνεση ή την αδράνεια σε μια κατάσταση.
Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικά κείμενα ή επίσημες ανακοινώσεις.
La aquiescencia del demandante fue fundamental para resolver el conflicto.
(Η αποδοχή του μηνυτή ήταν θεμελιώδους σημασίας για την επίλυση της διαφοράς.)
Sin la aquiescencia de las partes, no se puede llegar a un acuerdo.
(Χωρίς τη συναίνεση των μερών, δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία.)
Η λέξη "aquiescencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη συναίνεση και την αποδοχή.
Hay una aquiescencia tácita en el grupo.
(Υπάρχει μια σιωπηρή αποδοχή στην ομάδα.)
Su aquiescencia no implica necesariamente un acuerdo formal.
(Η αποδοχή του δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια επίσημη συμφωνία.)
La aquiescencia de los terceros es crucial en este tipo de contratos.
(Η αποδοχή των τρίτων είναι κρίσιμη σε αυτούς τους τύπους συμβολαίων.)
La aquiescencia por parte del gobierno favoreció el proyecto.
(Η αποδοχή εκ μέρους της κυβέρνησης ευνόησε το έργο.)
No había signos de aquiescencia en la reunión.
(Δεν υπήρχαν σημάδια αποδοχής στη συνάντηση.)
Η λέξη "aquiescencia" προέρχεται από το λατινικό "acquiescentia", το οποίο είναι σχηματισμένο από το "acquiescere", που σημαίνει "να ησυχάσει" ή "να αποδεχτεί".
Συνώνυμα: - aceptación (αποδοχή) - conformidad (συμφωνία)
Αντώνυμα: - rechazo (απόρριψη) - disconformidad (διαφωνία)