Η λέξη "ara" στα Ισπανικά είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ara" είναι /ˈaɾa/.
Η λέξη "ara" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε έναν βωμό ή ένα θυσιαστήριο που είναι αφιερωμένο σε κάποιο θεό, συχνά χρησιμοποιούμενη σε θρησκευτικά ή ιστορικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και απαντάται κυρίως στο γραπτό λόγο, σε λογοτεχνικά, ιστορικά και θεολογικά κείμενα.
Ο βωμός ήταν διακοσμημένος με λουλούδια και κεριά.
El sacerdote realizó un sacrificio en la ara del templo.
Η λέξη "ara" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να αποδώσει συγκεκριμένες έννοιες. Ακολουθούν μερικές εκφράσεις:
Να κάνεις μία προσφορά στον βωμό.
Arrodillarse ante la ara.
Να γονατίσεις μπροστά στον βωμό.
La ara y la fe.
Η λέξη "ara" προέρχεται από τα Λατινικά "ara", που σημαίνει "βωμός". Η χρήση της έχει διατηρηθεί σε πολλές ρομανικές γλώσσες με παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Θυσιαστήριο - Βωμός
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η έννοια της λέξης "ara" αναφέρεται σε συγκεκριμένο θρησκευτικό ή ιστορικό πλαίσιο. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ότι "άδεια γη" ή "χωράφι" θα ήταν αντιθετικά σε ένα ΘΕΪΚΟ τοπίο όπως ο βωμός.