Arancel είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aɾanˈθel/ (στην ισπανική προφορά της Ιβηρικής Χερσονήσου) ή /aɾanˈsel/ (στην ισπανική προφορά των Λατινικών Αμερικών).
Η λέξη arancel αναφέρεται σε ένα σύστημα χρεώσεων ή δασμών που επιβάλλονται σε αγαθά ή υπηρεσίες, κυρίως στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου. Συνήθως χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε δασμούς που επιβάλλονται σε εισαγωγές ή εξαγωγές. Η χρήση της είναι συχνή σε νομικά και οικονομικά κείμενα, ωστόσο μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο, αν και σε μικρότερο βαθμό.
El arancel sobre los productos importados ha aumentado.
Ο δασμός στα εισαγόμενα προϊόντα έχει αυξηθεί.
Es importante revisar el arancel antes de realizar una compra internacional.
Είναι σημαντικό να ελέγξετε το δασμό πριν από μια διεθνή αγορά.
El gobierno propone reducir el arancel para fomentar el comercio.
Η κυβέρνηση προτείνει τη μείωση του δασμού για να ενθαρρύνει το εμπόριο.
Η λέξη arancel δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα οικονομικά ή νομικά συμφραζόμενα. Παρ' όλα αυτά, παρακάτω είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
El arancel aduanero afecta a la competitividad de las exportaciones.
Ο δασμός των τελωνείων επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών.
Se ha establecido un nuevo arancel que beneficiará a los productores locales.
Έχει καθοριστεί ένας νέος δασμός που θα ωφελήσει τους τοπικούς παραγωγούς.
El arancel del 15% es muy elevado para los importadores.
Ο δασμός 15% είναι πολύ υψηλός για τους εισαγωγείς.
Los aranceles varían dependiendo del tipo de mercancía.
Οι δασμοί ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο των εμπορευμάτων.
Η λέξη arancel προέρχεται από το αραβικό "عِرَاق" που σημαίνει "η ταρίφα" και επηρεάστηκε από τον λατινικό όρο "arancilium".
Συνώνυμα: - impuesto (φόρος) - tasas (έσοδα, χρεώσεις)
Αντώνυμα: - exención (απαλλαγή) - subvención (επιχορήγηση)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη arancel, τη σημασία της, τις διάφορες χρήσεις και τις σχετικές εκφράσεις.