Ο όρος "arancel fiscal" είναι συνδυασμός δύο ουσιαστικών και χρησιμοποιείται στο νομικό και οικονομικό πεδίο.
Φωνητική μεταγραφή: [aɾanˈθel fisˈkal]
Ο όρος "arancel fiscal" αναφέρεται σε ένα σύνολο φόρων ή δασμών που επιβάλλονται σε προϊόντα ή υπηρεσίες σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία μιας χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο, η λέξη "arancel" συνήθως αναφέρεται στην τιμή ή το ποσοστό του δασμού που καταβάλλεται, ενώ η λέξη "fiscal" τονίζει τη σχέση με το δημόσιο και τους φόρους.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε νομικές και οικονομικές αναφορές ή αναλύσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο, ειδικά σε συνδιασκέψεις και συζητήσεις που αφορούν τη φορολογία.
Ο φορολογικός δασμός στις εισαγωγές έχει αυξηθεί φέτος.
El gobierno anunció nuevos cambios en el arancel fiscal para beneficiar a los exportadores.
Στην ισπανική γλώσσα, ο όρος "arancel fiscal" μπορεί να ενταχθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη φορολογία και τα οικονομικά.
Να είσαι ενημερωμένος για τον φορολογικό δασμό μπορεί να σε γλιτώσει από πολλά χρήματα.
"Un cambio inesperado en el arancel fiscal puede afectar el comercio internacional."
Μια απροσδόκητη αλλαγή στον φορολογικό δασμό μπορεί να επηρεάσει το διεθνές εμπόριο.
"Las empresas deben planificar sus finanzas de acuerdo al arancel fiscal vigente."
Ο όρος "arancel" προέρχεται από το αραβικό "حَصَص" (ḥaṣāṣ) που σημαίνει "ποσό" ή "μέρος", και "fiscal" προέρχεται από το λατινικό "fiscālis", που σημαίνει "δημόσιος" ή "φορολογικός".
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων είναι σημαντικός για την κατανόηση των οικονομικών κανόνων και πρακτικών που διέπουν την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα σε διάφορες χώρες.