Arancelario είναι επίθετο.
/aɾanθeˈlaɾjo/ (ισπανική προφορά, σπασμένο σε φθόγγους)
Η λέξη arancelario σχετίζεται με τα τέλη και τους δασμούς, δηλαδή τις οικονομικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται σε προϊόντα που εισάγονται ή εξάγονται. Χρησιμοποιείται σε νομικά και οικονομικά κείμενα και часто βρίσκεται σε επίσημο γραπτό λόγο.
Στη γλώσσα ισπανικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μηνιαίες ή ετήσιες υποχρεώσεις που επηρεάζουν την οικονομία και τον εμπορικό τομέα. Διαπιστώνεται ότι χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα, καθώς η οικονομική και νομική ορολογία συχνά απαιτεί ακριβή και καθορισμένα επίπεδα γραφής.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια αλλαγή στην δασμολογική πολιτική.
Los aranceles arancelarios afectan directamente al comercio exterior.
Η λέξη arancelario δεν είναι πολύ συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η χρήση της μπορεί να ενσωματωθεί σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται 2-3 φράσεις που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν στην καθημερινή γλώσσα ή σε ειδικές σφαίρες:
Η κατάργηση των δασμών θα μπορούσε να τονώσει την τοπική οικονομία.
Los acuerdos comerciales suelen incluir cláusulas arancelarias.
Η λέξη arancelario προέρχεται από το ισπανικό «arancel», το οποίο σημαίνει «δασμός» ή «τέλος», και αυτό προέρχεται από το αραβικό «𐏓» (رَسْم, rasْم), το οποίο σημαίνει «σχέδιο» ή «διάγραμμα».
Συνώνυμα: - Impositivo (φορολογικό) - Cargado (βεβαρυμένο)
Αντώνυμα: - Desgravado (απαλλαγμένο) - Libre de impuestos (ελεύθερο από φόρους)