Arandela είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η διεθνής φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι /aɾanˈδela/.
Η λέξη "arandela" αναφέρεται σε έναν δακτύλιο, συνήθως κάνει αναφορά σε μια ροδέλα, που χρησιμοποιείται σε μηχανικές ή κατασκευαστικές εφαρμογές, κυρίως για τη στήριξη ή την αποφυγή φθοράς. Χρησιμοποιείται συχνά στον τεχνικό και βιομηχανικό τομέα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε τεχνικές αναφορές ή εγχειρίδια, λιγότερο στον προφορικό λόγο.
(Η ροδέλα είναι ουσιώδης για να ασφαλίσει ένα παξιμάδι.)
Necesitamos una arandela de goma para el proyecto.
(Χρειαζόμαστε μια ροδέλα από καουτσούκ για το έργο.)
Debes colocar la arandela antes de apretar el tornillo.
Η λέξη "arandela" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενταχθεί σε συνομιλίες που αφορούν τεχνικά θέματα.
(Πάντα χρειάζεται μια ροδέλα στην κατασκευή.)
Sin una arandela, el ensamblaje no será estable.
Η λέξη "arandela" προέρχεται από την ισπανική λέξη "aranda", που συνδέεται με την έννοια του δακτυλίου.
Συνώνυμα: - δακτύλιος - ροδέλα (για τεχνική χρήση)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, διότι η χρήση της αναφέρεται σε μηχανιστικά ή κατασκευαστικά στοιχεία. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ως αντεπίθεση σε μέρη που δεν έχουν υποστήριξη ή δεν είναι εξοπλισμένα με τέτοια στοιχεία.