Η λέξη "arbitral" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [aɾbiˈtɾal]
Η λέξη "arbitral" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με διαιτησία ή διαιτητές, κυρίως σε νομικά και εμπορικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται συχνά σε κείμενα που αφορούν διεθνείς συμβάσεις, διαιτησίες και νομικές διαδικασίες. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη νομική γλώσσα και, όπως φαίνεται, πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
El laudo arbitral fue emitido el año pasado.
(Η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε πέρσι.)
El acuerdo arbitral fue firmado por ambas partes.
(Η διαιτητική συμφωνία υπογράφηκε από και τις δύο πλευρές.)
Η λέξη "arbitral" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, κυρίως σε νομικά κείμενα και συζητήσεις.
El tribunal arbitral decidirá el conflicto.
(Το διαιτητικό δικαστήριο θα αποφασίσει την διαμάχη.)
La cláusula arbitral es esencial en los contratos internacionales.
(Η διαιτητική ρήτρα είναι απαραίτητη στα διεθνή συμβόλαια.)
Se convocó a un arbitral para resolver la disputa.
(Κλήθηκε ένας διαιτητής για να επιλύσει τη διαφορά.)
La mediación y el arbitral son métodos alternativos de resolución de conflictos.
(Η μεσολάβηση και η διαιτησία είναι εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης διαφορών.)
Los procedimientos arbitrales son más rápidos que los judiciales.
(Οι διαιτητικές διαδικασίες είναι ταχύτερες από τις δικαστικές.)
Η λέξη "arbitral" προέρχεται από τη λατινική λέξη "arbitralis," που σχετίζεται με τον "arbitro" (διαιτητή), ο οποίος είναι ο πρόσωπος που παίρνει αποφάσεις σε περιπτώσεις διαφωνίας.
Συνώνυμα: - διαιτητικός - διαιτητικό
Αντώνυμα: - δικαστικός - δικαστικό