Το "arbitrio" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /aɾˈβɾitjo/
Η λέξη "arbitrio" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου υπάρχει ελευθερία επιλογής ή κρίσης, συχνά σχετιζόμενη με νομικές ή διοικητικές αποφάσεις. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα κάποιου να αποφασίζει ελεύθερα ή αυθαίρετα. Είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά ή διοικητικά συμφραζόμενα.
La decisión del juez fue tomada a su arbitrio.
Η απόφαση του δικαστή ελήφθη κατά την κρίση του.
Cada persona tiene un arbitrio para tomar decisiones en su vida.
Κάθε άτομο έχει τη διακριτική ευχέρεια να παίρνει αποφάσεις στη ζωή του.
Η λέξη "arbitrio" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, πολλές φορές σχετιζόμενη με την έννοια της επιλογής ή της ευχέρειας:
Ένας διευθυντής μπορεί να αποφασίσει να actúe a arbitrio en la selección del personal.
(Ένας διευθυντής μπορεί να αποφασίσει να ενεργήσει κατά την κρίση του στην επιλογή του προσωπικού.)
"Dejar algo a arbitrio"
Να αφήσεις κάτι στην κρίση του.
Es mejor dejar el tema a arbitrio del abogado.
(Είναι καλύτερα να αφήσεις το θέμα στην κρίση του δικηγόρου.)
"Jugar a arbitrio"
Να παίζεις αυθαίρετα.
Η λέξη "arbitrio" προέρχεται από το λατινικό "arbitrium", που σημαίνει "κρίση", "απόφαση" ή "δημιουργική ικανότητα".
Συνώνυμα: - criterio (κριτήριο) - decisión (απόφαση) - elección (επιλογή)
Αντώνυμα: - coerción (καταναγκασμός) - imposición (επιβολή) - obligatoriedad (υποχρέωση)