Το «arbusto» είναι ουσιαστικό.
/ph. βaɾˈβusto/
Η λέξη «arbusto» αναφέρεται σε ένα μικρό, πολυετές φυτό που έχει συνήθως ξυλώδη κορμό και μπορεί να κυμαίνεται σε ύψος. Συνήθως τα «arbustos» δεν θεωρούνται δέντρα, καθώς είναι πιο κοντά και πιο αναπτυγμένα σε πλάτος παρά σε ύψος. Χρησιμοποιούνται στη βιολογία και τη βοτανολογία για την περιγραφή φυτών που αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο σε εδάφη και είναι κοινά στους διασκελισμούς των οικοσυστημάτων.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικούς και τακτικούς λόγους. Εμφανίζεται στο γραπτό και τον προφορικό λόγο, με περισσότερη προτίμηση στη γραπτή μορφή λόγω του επιστημονικού περιεχομένου.
El arbusto en el jardín florece cada primavera. Ο θάμνος στον κήπο ανθίζει κάθε άνοιξη.
Los arbustos proporcionan refugio a muchas especies de aves. Οι θάμνοι παρέχουν καταφύγιο σε πολλές είδους πουλιών.
Es importante podar el arbusto para mantener su forma. Είναι σημαντικό να κλαδεύεις τον θάμνο για να διατηρείς το σχήμα του.
Η λέξη "arbusto" μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και περιφράσεις:
Είναι σαν έναν θάμνο ανάμεσα στα δέντρα.
"No te quedes como un arbusto sin florecer."
Μην μείνεις σαν έναν θάμνο χωρίς να ανθίσεις.
"El arbusto crece más fuerte cuando se le nutre."
Ο θάμνος μεγαλώνει πιο δυνατός όταν τον ταΐζουν.
"Sembrar un arbusto es sembrar un futuro cercano."
Η λέξη «arbusto» προέρχεται από το λατινικό «arbuscus», το οποίο σημαίνει «μικρό δέντρο» ή «θάμνος» και συνδέεται με τον αττικό ελληνισμό όπου η προσθήκη «-us» δημιουργεί την αναφορά στον ξυλώδη τρόπο ανάπτυξης.
Συνώνυμα: - matorral (υπόφυτο, θάμνος) - arbusto ornamental (διακοσμητικός θάμνος)
Αντώνυμα: - árbol (δέντρο) - planta herbácea (χόρτο)