arcada - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

arcada (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "arcada" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

/ɑɾˈkaða/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "arcada" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως για να αναφέρεται σε μια αψίδα ή ένα τόξο, τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και σε άλλες σχετικές έννοιες. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και της ιατρικής (π.χ., "arcada dental" για την οδοντιατρική). Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή και εμφανίζεται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La arcada del puente es impresionante.
    (Η αψίδα της γέφυρας είναι εντυπωσιακή.)

  2. La arcada dental es importante para la salud bucal.
    (Η οδοντική αψίδα είναι σημαντική για την στοματική υγεία.)

  3. La antigua arcada en la plaza atrae a muchos turistas.
    (Η παλιά αψίδα στην πλατεία προσελκύει πολλούς τουρίστες.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "arcada" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Causar arcadas
    (Να προκαλεί αναγούλα)
  2. La comida en mal estado me causó arcadas.
    (Το χαλασμένο φαγητό μου προκάλεσε αναγούλα.)

  3. Armar una arcada
    (Να οργανώσει μια αναγούλα)

  4. Su relato tan gráfico armó una arcada en todos.
    (Η τόσο γραφική αφήγηση του προκάλεσε αναγούλα σε όλους.)

  5. Arcada de risa
    (Αναγούλα από γέλιο)

  6. Nos dio una arcada de risa con sus chistes.
    (Μας έδωσε αναγούλα από γέλιο με τα αστεία του.)

  7. Ver todo a través de una arcada
    (Να βλέπεις τα πάντα μέσα από μια αψίδα)

  8. Ella ve el mundo de forma optimista, como si todo fuera a través de una arcada.
    (Αυτή βλέπει τον κόσμο με αισιοδοξία, σαν όλα να είναι μέσα από μια αψίδα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "arcada" προέρχεται από το λατινικό "arcāta", που σημαίνει "τόξο" ή "αψίδα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - 아ψίδα (en español: arco) - τόξο (en español: arco)

Αντώνυμα: - ευθεία γραμμή (en español: línea recta)



23-07-2024