Το "archivador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /aɾ.t͡ʃi.ˈβa.ðoɾ/
Η λέξη "archivador" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε ένα αντικείμενο ή εργαλείο που χρησιμεύει για την οργάνωση και αποθήκευση εγγράφων ή αρχείων. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικό και διοικητικό περιβάλλον.
Είναι αρκετά συχνά χρησιμοποιούμενη και στις δύο γλώσσες, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και σπάνια συναντάται σε αργκό ή καθημερινές συνομιλίες.
El archivador está lleno de documentos importantes.
(Ο αρχειοθέτης είναι γεμάτος από σημαντικά έγγραφα.)
Necesitamos comprar un nuevo archivador para la oficina.
(Πρέπει να αγοράσουμε έναν νέο αρχειοθέτη για το γραφείο.)
Organiza los archivos en el archivador por fecha.
(Οργάνωσε τα αρχεία στον αρχειοθέτη κατά ημερομηνία.)
Η λέξη "archivador" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις που αφορούν την οργάνωση ή την εργασία. Ωστόσο, παρακάτω υπάρχουν παραδείγματα φράσεων που περιέχουν τη λέξη:
"Poner las cosas en su archivador"
(Να βάζεις τα πράγματα στον αρχειοθέτη σου.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ανάγκη για καλύτερη οργάνωση.
"Archivar ideas en el archivador de la mente"
(Να αρχειοθετείς ιδέες στον αρχειοθέτη του μυαλού.)
Κάτι που εκφράζει την οργάνωση των σκέψεων.
"No dejes todo en el archivador sin revisar"
(Μην αφήνεις τα πάντα στον αρχειοθέτη χωρίς να τα έχεις ελέγξει.)
Υπενθυμίζει τη σημασία της ελέγχου της οργάνωσης.
Η λέξη "archivador" προέρχεται από το ρήμα "archivar", το οποίο σημαίνει "αρχειοθετώ". Η σύνθεση "archiv-" προέρχεται από τον λατινικό όρο "archivum", που σημαίνει "αρχείο", και η κατάληξη "-dor" υποδηλώνει τον άνθρωπο ή το αντικείμενο που εκτελεί την ενέργεια.
Συνώνυμα:
- Carpeta (φάκελος)
- Contenedor de documentos (δοχείο εγγράφων)
Αντώνυμα:
- Desorganizador (αποδιοργανωτής)
- Descarte (απόρριψη)
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα γύρω από τη λέξη "archivador", καλύπτοντας τα βασικά της χαρακτηριστικά και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.