Το "arder" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /aɾˈðeɾ/
Η λέξη "arder" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - καίω - φλέγομαι
Το ρήμα "arder" σημαίνει να καίει ή να φλέγεται. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία κάτι καίγεται ή η αίσθηση που έχει κάποιος όταν νιώθει έντονη επιθυμία ή πάθος. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της λέξης είναι συνηθισμένη και μπορεί να βρεθεί σε γραπτά και προφορικά κείμενα, αν και χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο για την καθημερινή επικοινωνία.
El fuego puede arder durante horas.
(Η φωτιά μπορεί να καίει για ώρες.)
El deseo de ver a su familia lo hace arder de emoción.
(Η επιθυμία να δει την οικογένειά του τον κάνει να φλέγεται από emoción.)
Η λέξη "arder" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Ejemplo: Ella está ardiendo en deseos de salir de vacaciones.
(Εκείνη φλέγεται από επιθυμία να πάει διακοπές.)
Arder de rabia.
(Να καίει από οργή.)
Ejemplo: Juan ardía de rabia cuando se enteró de la noticia.
(Ο Χuan καίγονταν από οργή όταν έμαθε τα νέα.)
Arder en el infierno.
(Να καίει στην κόλαση.)
Η λέξη "arder" προέρχεται από το λατινικό "ardere", που σημαίνει επίσης καίω ή φλέγομαι. Η ρίζα αυτή είναι κοινή σε πολλές ρομανικές γλώσσες.
Συνώνυμα:
- quemar (καίω)
- incinerar (καίω μέχρι τέλους)
Αντώνυμα:
- apagar (σβήνω)
- enfriar (κρυώνω)