Η λέξη "ardiendo" προέρχεται από το ρήμα "arder", που σημαίνει "καίω" ή "φλέγοντας". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σε κατάσταση καύσης ή υψηλής θερμότητας. Το "ardiendo" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και σε ορισμένα πλαίσια μπορεί να είναι πιο κοινό σε περιγραφές που σχετίζονται με καύσεις, φωτιές ή συναισθηματικές καταστάσεις (όπως πάθος).
Η φωτιά καίγεται έντονα στο τζάκι.
Ella sentía su corazón ardiendo de amor.
Η λέξη "ardiendo" μπορεί να βρει εφαρμογή σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που ενέχουν συναισθηματική ή περιγραφική φόρτιση.
Είναι φλεγόμενος από οργή.
Sus ojos estaban ardiendo de deseo.
Τα μάτια της ήταν καυτά από επιθυμία.
El ambiente estaba ardiendo de tensión.
Η ατμόσφαιρα ήταν καυτή από ένταση.
Me siento ardiendo de rabia.
Η λέξη "ardiendo" προέρχεται από το λατινικό "ardere", που σημαίνει "να καίει". Το "ardiendo" είναι η μετοχή του ενεργητικού φωνητικού του ρήματος, που δείχνει τη συνεχιζόμενη ενέργεια της καύσης.